- βραχύβιοι
- βραχύβιοςshort-livedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχύβιος — α, ο αυτός που η ζωή του έχει μικρή διάρκεια, ολιγόζωος: Στο βασίλειο των εντόμων υπάρχουν αρκετοί βραχύβιοι οργανισμοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)